- ἁρμοί
- ἁρμόςjointmasc nom/voc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
αρμοί — ἁρμοῑ επίρρ. (Α) 1. πριν από λίγο, τώρα μόλις 2. ήσυχα, σιγά σιγά. [ΕΤΥΜΟΛ. Αρχαία τοπική πτώση του τ. αρμός* με επιρρηματική χρήση] … Dictionary of Greek
ἁρμοῖ — just indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τόξο ή αψίδα — Kαμπυλόγραμμη κατασκευή, γνωστή από την αρχαιότητα, χρησιμοποιούμενη για την κάλυψη ανοιγμάτων αντί του ευθύγραμμου επιστύλιου. Σημαντική ιδιότητα του τ. είναι η μέσω των αψιδολίθων μεταβίβαση των τάσεων των υπερκείμενων φορτίων προς τα… … Dictionary of Greek
THENSA — Graecis ἄρμα πομπικὸν sive ἱερὸν: in Glossario, ἅρμοι θεῶν, quod Diomedes exponit Deorum vehiculum, inter Divinitartis apud Gentiles in signia fuit. Hinc inter ea, quae Iulius Caesar humanô fastigiô ampliora sibi decerni passus est, sedem auream… … Hofmann J. Lexicon universale
αρμογοκάλυμμα — και αρμοκάλυμμα, το λεπτή ταινία ξύλου με την οποία καλύπτονται οι αρμοί στα σανιδώματα. [ΕΤΥΜΟΛ. Λ. τεχνικής ορολογίας (μουσικής, ζωγραφικής, λογοτεχνίας, ιατρικής). Ο τ. ανάγεται σε θ. αρμογ , αρμόζω (πρβλ. δωρ. άρμογμαι, άρμοξα, αρμόχθην)] … Dictionary of Greek
αρμολόγηση — και λογιά, η [αρμολογώ] η συναρμολόγηση, η τοποθέτηση αντικειμένων ή εξαρτημάτων ώστε να συνδυάζονται οι αρμοί τους … Dictionary of Greek
περιπτέρνιον — τὸ, Α 1. αυτό που βρίσκεται γύρω από την φτέρνα 2. στον πληθ. τὰ περιπτέρνια μεταλλικοί αρμοί οι οποίοι συνέδεαν το άκρο τού αγκώνα ενός καταπέλτη με τον αεροθάλαμο. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + πτέρνα + επίθημα ιον] … Dictionary of Greek
σύμπλεγμα — Όρος, που χρησιμοποιείται στην καθημερινή γλώσσα, μολονότι όχι ακριβολογημένα, για να δείξει την παρουσία αισθημάτων συνειδητών, δυσάρεστων και γεμάτων άγχος, που αφορούν εμάς τους ίδιους ή που αποδίνονται σε άλλους («έχω ένα σωρό συμπλέγματα»,… … Dictionary of Greek
Βιετνάμ — Κράτος της νοτιοανατολικής Ασίας.Συνορεύει Β με την Κίνα, Δ με την Καμπότζη και το Λάος, ενώ Α και Ν βρέχεται από τη Νότια Θάλασσα της Κίνας, και πιο συγκεκριμένα από τον Κόλπο του Τονκίν ΒΑ, τον Κόλπο της Ταϊλάνδης ΝΔ και στην υπόλοιπη… … Dictionary of Greek
Λέσβος — I Μυθολογικό πρόσωπο. Ήταν γιος του Λαπίθη από τη Θεσσαλία. Φέρεται ως ιδρυτής της πόλης Μυτιλήνης του επίσης ομώνυμού του νησιού του Αιγαίου. Ο Λ. παντρεύτηκε την Μήθυμνα, κόρη του τοπικού βασιλιά Μακαρέα. Ο σχετικός μύθος υποδηλώνει ότι οι… … Dictionary of Greek